Ιστορίες από το Δάρα
Παρακάτω παραθέτω ορισμένες ιστορίες που εξιστορούν γεγονότα που έγιναν στο χωριό μας ή από χωριανούς μας . Άλλες αστείες , άλλες κωμικοτραγικές , αυτές οι ιστορίες είναι τρανά παραδείγματα της εξυπνάδας , της πανουργίας και ίσως και της ανεμελιάς που χαρακτηρίζει τους Δαραίους . Οι περισσότερες από αυτές είναι απο την περίοδο 1890-1950 και μία από αυτές είναι και η ιστορία της φράσης " Έθνος Δάρα " . Οι ιστορίες που παραθέτω έχουν παρθεί από το βιβλίο " Το Δάρα Αρκαδίας " του κ. Κώστα Δ. Παπαντωνίου και το " Αλατισμένα " του κ. Βασίλη Τρ. Παπακώστα .
2)" Τα σκατζογούρουνα και τα μαλτέζικα "
Υπάρχουν 2 εκδοχές για το πώς απέκτησε το χαρακτηρισμό " Έθνος " το χωριό μας . Η 1η αναφέρεται στην περίοδο μετά την επανάσταση . Τότε η Δημογεροντία της περιοχής λόγω της ανδρείας αλλά και του ατίθασου χαρακτήρα των κατοίκων του χωριού μας εξέδωσε ψήφισμα κηρύξεως του Δάρα σε " Έθνος " . Η 2η εκδοχή είναι πιο χιουμοριστική . Την περιόδο 1834-1914 το Δάρα ήταν γνωστό ως Δήμος Νάσων . Την εποχή εκείνη , υπήρχαν προβλήματα μεταξύ του του δασκάλου του χωριού , Επαμεινώνδα Μπινιάρη από την Κανδήλα Αρκαδίας , αλλά και του τότε νομάρχη με τον δήμαρχο του χωριού , Δήμο Λαμπρόπουλο . Έτσι όταν μαθεύτηκε ότι ο νομάρχης θα επισκεπτόταν το χωριό , ο δήμαρχος έγραψε ένα λόγο τον οποίο θα εκφωνούσε ο δάσκαλος , με σκοπό να προσβάλει τον νομάρχη και να διώξει και το δάσκαλο . Ο λόγος ξεκινούσε :
" Κύριε Νομάρχα-Νομαρχών , Νομαρχέστατε το μικρόν ημών Έθνος Δάρα ευμενώς σας υποδέχεται και σας θέτει ακρογωνιαίον λίθον των αναγκών του . Ορθώς εποιήσατο η Κυβέρνησις εκλέξασα υμάς μεν Νομάρχην , Βουλευτήν δε ταύτης τον τον κ. Ταμπακόπουλον εμέ δε αυτόν διδάσκαλον ........... "
Σε αυτό το σημείο ο νομάρχης έξαλλος απευθύνεται στο δήμαρχο και τον ρώτησε που τον βρήκε αυτόν τον δάσκαλο και ο δήμαρχος όλο χαρά του απάντησε : " Το κόμμα τον έστειλε και τον θέτουν εις την διάθεσιν σου "
Τα σκατζογούρουνα και τα μαλτέζικα
Ο Γερο-Μητρούλιας κάποια χειμωνιάτικη νύχτα λόγω της κακοκαιρίας έμεινε στη Τρίπολη . Εκεί φιλοξενήθηκε στο σπίτι γνωστού βουλευτή της εποχής , ο οποίος ήταν φίλος του . Τον κ. βουλευτή τον είχε φιλοξενήσει πολλές φορές στο χωριό ο γέρος . Την νύχτα έριξε πάρα πολύ χιόνι . Πρωί - πρωί , εκεί που έπιναν τον καφέ τους έξω στην τζαμαρία του σπιτιού ο κ. βουλευτής λέει με κάποια στεναχώρια στο φίλο του γερο-Μητρούλια , κοιτάζοντας από το τζάμι στους δρόμους .
" Φίλτατέ μου κύριε Ματθαιόπουλε , όπως βλέπω , σήμερα θα αργήσουμε να πάμε στα γραφεία μας και στις δουλειές μας , γιατί δεν φαίνονται ακόμη εκείνα τα σκατζογούρουνα να μπαίνουν στη Τρίπολη για να ανοίξουν τους δρόμους από το χιόνι να πατήσουμε κι εμείς "
Ο γερο-Μητρούλιας πειραγμένος με την παραπάνω φράση του φίλου του - χωρίς βέβαια να το εκδηλώσει γιατί και αυτός ως χωρικός συμπεριλαμβάνετο στα σκατζογούρουνα - απάντησε αμέσως τα εξής :
" Τι να σου κάνουν αγαπητέ μου φίλε τα ξενηστικωμένα σκατζογούρουνα , αν δεν βγούνε πρώτα τούτα τα Μαλτέζικα της Τριπολιτσάς να ανοίξουνε τους δρόμους . "
Κατά το 1850 περίπου έβαλε υποψηφιότητα για βουλευτής κάποιος που λεγόταν Γκιουλαφέρης , πολύ εμφανίσιμος , παχύσαρκος και νέος . Αυτός λοιπόν κατέλυσε στο σπίτι του γερο-Μητρούλια . Ο γέρος από την πρώτη στιγμή κατάλαβε ότι ο υποψήφιος ήταν μόνο λόγια και θεωρίες . Την επόμενη μέρα περιόδευσαν μαζί τα χωριά του Δήμου Νάσων . Καθοδόν τον παρακάλεσε ο υποψήφιος βουλευτής να φτιάξει κάτι έμμετρον και γι' αυτόν . Ο γερο-Μητρούλιας χωρίς να χάσει καιρό άρχισε :
" Γκιουλαφέρη , Γκιουλαφέρη πότε γίνηκες χερχέρι
και μεγάλωσες ευθής , για να γίνεις βουλευτής .
Γκιουλαφέρη , Γκιουλαφέρη νά χης κι έναν άλλον ταίρι ,
να σας έζεχνα που λες , να ξεκώλωνα βουρλιές .......... "
Ο Δημήτρης κι ο Γρηγόρης , αδέρφια , ήσαν μαθητές στο γυμνάσιο . Πατέρας τους ήταν ο γερο-Φώτης , του παλιού σχολαρχείου , ετοιμόλογος και ευφυής . Κάποια χρονιά , έμειναν και τα δυο παιδιά στην ίδια τάξη . Όταν ρωτήθηκε ο γερο-Φώτης από κάποιον συνομήλικο συγχωριανό του , για το πως πήγαν τα παιδιά του στο σχολείο , εκείνος απάντησε :
" Θαυμάσια ! Εξαίσια ! Ο μεν Γρηγόρης απερρίφθη , ο δε Δημήτρης δεν προήχθη !! "
Κι ο άλλος γέρος , αγράμματος , που νόμισε ότι κατάλαβε είπε :
" Μπράβο Φώτη , μπράβο . Ευλογημένα παιδιά !!!! "
Ο γερο-Αγράφας βρέθηκε κατηγορούμενος σε δικαστήριο των Καλαβρύτων , για μια σειρά από αγροζημιές , που 'χε προκαλέσει με τα ζωντανά του . Καταθέτουν οι μάρτυρες και περιγράφουν πως έγιναν οι ζημιές και σε τι έκταση . Αυτό διαρκεί πολλή ώρα , γιατί ήταν πολλές οι υποθέσεις για τις οποίες τον κατηγορούσαν . Στο τέλος καλεί ο πρόεδρος του δικαστηρίου τον κατηγορούμενο γερο-Αγράφα , να καταθέσει τις απόψεις του για όσα του καταμαρτυρούσαν . Σηκώνεται ο γέρος και με κινήσεις των χεριών , που είχαν νόημα , λέει στον πρόεδρο :
" Κατά που τα λένε ετούτοι , κύριε πρόεδρε , και κατα που τα λες κι εσυ , έτσι μου 'ρχεται να τα πιστέψω ! "
" Αθώος " ανακοίνωσε ο πρόεδρος .
Ο Γιώργης από το Δάρα , εξηντάρης κι ανύπαντρος , πήγε να φάει στο χάνι του Μάντη . Αφού πληροφορήθηκε για τα φαγητά που διέθετε το μαγαζί , ζήτησε μια μερίδα κοτόπουλο .
Η νιόπαντρη σερβιτόρα τον ρώτησε :
- Τι προτιμάτε ; Στήθος ή μπούτι ; Κι ο Γιώργης παραπονεμένα είπε :
- Αμ , ότι και να μου βάλεις παιδάκι μου , κι από τα δύο ελλειματίας είμαι !!!
Ο Περικλής , επισκέπτεται το γείτονά του , το γερο - Δήμο , στο σπίτι του :
- Μπάρμπα - Δήμο , θέλω δανεικό ένα πεντακοσιάρικο και θα σου το φέρω .
- Πάνω στο τζάκι είναι παιδί μου , πάρτο .
Αυτό έγινε κάμποσες φορές . το έπαιρνε το πεντακοσιάρικο και το επέστρεφε . Κάποια φορά δεν το επέστρεψε και πήγε για " φρέσκο " .
- Μπαρμπα - Δήμο , θέλω ένα πεντακοσιάρικο .
- Πάνω στο τζάκι είναι παιδάκι μου , πάρτο .
- Δεν είναι .
- Το 'φερες για να 'ναι ;
Χρόνια στην Αμερική ο Χρήστος ο Καραντάσης . Σ' ένα από τα ταξίδια του στο χωριό , βρέθηκε στο καφενείο του Τσέκου , στο Δάρα , με το Γιώργη και το Βαγγέλη , εξηντάρηδες κι ανύπαντρους .
- Είδα και τα παιδιά σου , στ' αλώνια , που παίζανε μπάλα , λέει ο Καραντάσης στο Γιώργη .
- Μπα , λάθος θα 'κανες , πρέπει να 'σανε του Βαγγέλη .
Ο Αγραφόγιαννης ζούσε φτωχικά , όπως , άλλωστε , όλοι οι συγχωριανοί του , κι έμενε μαζί με την κόρη του , τη Μαρία .
Τις σαρακοστές νήστευαν οι γέροι , ακόμα την Τετάρτη και την Παρασκευή .
Κάποτε , σε περίοδο νηστείας , η Μαρία έβγαζε τυρί από το βαρέλι κι έτρωγε . Οι γέροι νήστευαν .
Επειδή αυτό γινόταν συχνά , της λέει ο πατέρας της , αφού είδε κι απόειδε :
- Μαρία , γιατί τρως το τυρί ; Δεν είναι σαρακοστή τώρα ;
- Σαρακοστή ξεσαρακοστή , εγώ θα τρώω . Την ψυχή μας την έχουμε χώρια . Εσείς να μην τρώτε .
- Ναι , την ψυχή χώρια την έχουμε , αλλά το τυρί το έχουμε μαζί !!!
Φίλοι , γείτονες και κυνηγοί , ο Καραντάσης με τον Καχιουτέα . Έχουν πάει για κυνήγι , κι έκατσαν , μετά από ώρα , να βάλουν κάτι στο στόμα τους . Αφού τσίμπησαν , ο Καχιουτέας αποκοιμήθηκε , όπως συνήθιζε , μετά το κολατσιό .
Ο Καραντάσης , πήρε τ' όπλο του και προχώρησε λίγα μέτρα πιο κάτω . Του πετάγεται ένας λαγός . Ρίχνει πρώτη ντουφεκιά , τίποτα . Ρίχνει δεύτερη , ξαστεριά . Γυρίζει πάνω ο λαγός . Ξυπνάει ο Καχιουτέας απ' τις ντουφεκές και , καθιστός όπως ήταν , του ρίχνει και τον σκοτώνει . Κι ο Καραντάσης του είπε :
- Άντε χριστιανέ μου , μισή ώρα τον στόμωνα , δεν άκουγες ;